λιμνότοπος


λιμνότοπος
Προφορά

Ετυμολογία
λιμνότοπος λίμνη + τόπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λιμνότοπος

✦ τόπος με πολλές λίμνες
✦ τόπος ελώδης, με στάσιμα νερά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.