λιμναίος


λιμναίος
Προφορά

Ετυμολογία
λιμναίος αρχαία ελληνική λιμναῖος

Ερμηνεία
λιμναίος

✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) ο σχετικός με τη λίμνη
✦ που ζει ή υπάρχει στη λίμνη: λιμναίες οικήσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.