λιμνάζω


λιμνάζω
Προφορά

Ετυμολογία
λιμνάζω αρχαία ελληνική λιμνάζω

Ερμηνεία
ρήμα λιμνάζω

✦ (για υγρά) σχηματίζω λίμνη, τέλμα
(μτφ. ) ακινητώ, αδρανώ, μένω σε στασιμότητα: η υπόθεση λιμνάζει εδώ και χρόνια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.