λιμνάζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply λιμνάζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/λιμνάζω.mp3Ετυμολογίαλιμνάζω αρχαία ελληνική λιμνάζω Ερμηνεία└ρήμα┘ λιμνάζω ✦ (για υγρά) σχηματίζω λίμνη, τέλμα ✦ (μτφ. ) ακινητώ, αδρανώ, μένω σε στασιμότητα: η υπόθεση λιμνάζει εδώ και χρόνια Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–