λιμενοβραχίονας
Προφορά
Ετυμολογία
λιμενοβραχίονας λιμήν + βραχίων, -ονος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λιμενοβραχίονας
✦ προβλήτα σε λιμάνι, από ογκόλιθους ή τσιμεντόλιθους, που απλώνεται από την ακτή προς το πέλαγος, ο μόλος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–