λιμενικός


λιμενικός
Προφορά

Ετυμολογία
λιμενικός λιμήν

Ερμηνεία
επίθετο┘ λιμενικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με το λιμάνι: λιμενικά έργα – λιμενική αρχή
✦ λιμενικό σώμα, ειδικό σώμα βαθμοφόρων του εμπορικού ναυτικού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.