λιμασμένος


λιμασμένος
Προφορά

Ετυμολογία
λιμασμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος λιμάζω

Ερμηνεία
λιμασμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. πεινασμένος, νηστικός: στα τρία μικρότερα αδέρφια του, που λιμασμένα ζητιάνευαν πότε δω και πότε κει (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.