λιμαδόρος


λιμαδόρος
Προφορά

Ετυμολογία
λιμαδόρος λίμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λιμαδόρος

✦ θηλ. λιμαδόρα φλύαρος, πολυλογάς
✦ αρσ. λιμαδόρος ως ουσ., αυτός που εργάζεται με τη λίμα και λειαίνει σκληρή επιφάνεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.