λιμάζω


λιμάζω
Προφορά

Ετυμολογία
λιμάζω αρχαία ελληνική λιμώσσω

Ερμηνεία
ρήμα λιμάζω

✦ πεινώ αχόρταστα: λιμάζεις και τότε σου ‘ρχεται να σκοτώσεις το διπλανό σου για να τ’ αρπάξεις απ’ το στόμα τη μπουκιά (Διδώ Σωτηρίου)
✦ κατέχομαι από λαιμαργία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.