λιανικός


λιανικός
Προφορά

Ετυμολογία
λιανικός λιανός

Ερμηνεία
επίθετο┘ λιανικός -ή, -ό

✦ που δίδεται ή γίνεται σε μικρές ποσότητες: λιανικό εμπόριο

Συνώνυμα

Αντίθετα
χονδρικός
Επιρρήματα
λιανικά (Κ λιανικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.