λιανίζω


λιανίζω
Προφορά

Ετυμολογία
λιανίζω λιανός

Ερμηνεία
ρήμα λιανίζω

✦ κατακόβω, κομματιάζω: λιανίσανε το κριάρι πάνω σε χλωρά φύλλα (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.