λιακωτό


λιακωτό
Προφορά

Ετυμολογία
λιακωτό ηλιακωτόν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λιακωτό

✦ χώρος του σπιτιού, ταράτσα, εξώστης κτλ., που τον βλέπει ο ήλιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.