λιάζω


λιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
λιάζω αρχαία ελληνική ἡλιάζω

Ερμηνεία
ρήμα λιάζω

✦ απλώνω στον ήλιο
✦ λιάζομαι, εκτίθεμαι στον ήλιο: ένας αϊτός καθότανε στον ήλιο και λιαζότανε (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.