λιάζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply λιάζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/λιάζω.mp3Ετυμολογίαλιάζω αρχαία ελληνική ἡλιάζω Ερμηνεία└ρήμα┘ λιάζω ✦ απλώνω στον ήλιο ✦ λιάζομαι, εκτίθεμαι στον ήλιο: ένας αϊτός καθότανε στον ήλιο και λιαζότανε (δημ. τραγ.) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–