ληστρικός


ληστρικός
Προφορά

Ετυμολογία
ληστρικός αρχαία ελληνική ληστρικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ληστρικός -ή, -ό

✦ ο του ληστή ή της ληστείας
✦ που έχει χαρακτήρα ληστείας
(μτφ. ) αισχροκερδής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ληστρικά (Κ ληστρικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.