λησμονάω
Προφορά
Ετυμολογία
λησμονάω μεσαιωνική ελληνική λησμονῶ
Ερμηνεία
λησμονάω
✦ -είς, -εί κ. λησμονάω ρ. (λησμόν-ησα, -ήθηκα, -ημένος) ξεχνώ
✦ αμελώ, παραβαίνω: λησμόνησε το χρέος του προς την πατρίδα
✦ (μέσ.) λησμονιέμαι, αφαιρούμαι, χάνω την αίσθηση της πραγματικότητας, αποξεχνιέμαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
θυμούμαι
Επιρρήματα
–