ληξιπρόθεσμος


ληξιπρόθεσμος
Προφορά

Ετυμολογία
ληξιπρόθεσμος λήξις + προθεσμία

Ερμηνεία
επίθετο┘ ληξιπρόθεσμος -η, -ο

✦ που η προθεσμία του έληξε: ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.