ληξίαρχος


ληξίαρχος
Προφορά

Ετυμολογία
ληξίαρχος μεταγενέστερη ελληνική ληξίαρχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ληξίαρχος

✦ υπάλληλος που τηρεί τα ληξιαρχικά βιβλία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.