λεπτομερειακός


λεπτομερειακός
Προφορά

Ετυμολογία
λεπτομερειακός λεπτομέρεια

Ερμηνεία
επίθετο┘ λεπτομερειακός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στις λεπτομέρειες, λεπτομερής: λεπτομερειακή εξέταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
λεπτομερειακά (Κ λεπτομερειακώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.