λεπίδι
Προφορά
Ετυμολογία
λεπίδι μεταγενέστερη ελληνική λεπίδιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού λεπίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λεπίδι
✦ λεπίδα
✦ φρ. έπεσε λεπίδι, έγινε σφαγή, επιβλήθηκαν σφαγιαστικές τιμωρίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–