λεξιπενία


λεξιπενία
Προφορά

Ετυμολογία
λεξιπενία λέξις + πενία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λεξιπενία

✦ φαινόμενο κατά το οποίο άτομο ή κοινωνική ομάδα χρησιμοποιεί, στον προφορικό ή γραπτό λόγο, λεξιλόγιο, εξαιρετικά περιορισμένο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.