λεβιρατικός
Προφορά
Ετυμολογία
λεβιρατικός └αγγλ┘levirate – leviratic
Ερμηνεία
└επίθετο┘ λεβιρατικός -ή, -ό
✦ λεβιρατικός γάμος, έθιμο ορισμένων κοινωνιών κατά το οποίο ο άγαμος αδελφός ήταν υποχρεωμένος, υπό ορισμένες συνθήκες, να νυμφευθεί τη χήρα σύζυγο του αδελφού του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–