λεβιάθαν


λεβιάθαν
Προφορά

Ετυμολογία
λεβιάθαν εβρ. liwyathan

Ερμηνεία
λεβιάθαν

✦ άκλ. ουσ. βιβλικό (Παλ. Διαθήκη) θαλάσσιο τέρας ως σύμβολο του κακού
(μτφ. ) κολοσσιαίο κατασκεύασμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.