λεβεντόκορμος
Προφορά
Ετυμολογία
λεβεντόκορμος λεβέντης + κορμί
Ερμηνεία
└επίθετο┘ λεβεντόκορμος -η, -ο
✦ αυτός που έχει ωραία κορμοστασιά: ήταν ένας άντρας ως εκεί πάνω, γερός, δυνατός, λεβεντόκορμος (Γ. Μπεράτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–