λεβεντιά
Προφορά
Ετυμολογία
λεβεντιά λεβέντης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λεβεντιά
✦ η ιδιότητα του λεβέντη, παλικαριά
✦ αρρενωπό παράστημα
✦ γενναία στάση ή γενναιόδωρη συμπεριφορά: η ελληνική λεβεντιά… ξεπέρασε κάθε ανθρώπινη αντοχή (Διδώ Σωτηρίου)
✦ (περιληπτ.) οι λεβέντες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–