λεβεντάνθρωπος
Προφορά
Ετυμολογία
λεβεντάνθρωπος λεβέντης + άνθρωπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λεβεντάνθρωπος
✦ άνδρας με εμφάνιση και συμπεριφορά λεβέντη: ο Γιαννακός ήταν ψηλός, λεβεντάνθρωπος (Διδώ Σωτηρίου)
✦ άνδρας αρχοντικός
Συνώνυμα
αρχοντάνθρωπος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–