λεβαντίνος
Προφορά
Ετυμολογία
λεβαντίνος └ιταλ┘levante (= ανατολικός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λεβαντίνος
✦ θηλ. λεβαντίνα Ευρωπαίος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ανατολή, ά. φραγκολεβαντίνος (ειδ. η λ. για τους μικτούς πληθυσμούς των ακτών της Ασίας και Αιγύπτου· ιδ. για όσους δεν είναι Τούρκοι ή Άραβες)
✦ ανατολίτης χωρίς εθνική συνείδηση, ενδιαφερόμενος μόνο για το συμφέρον του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–