λεβέντης


λεβέντης
Προφορά

Ετυμολογία
λεβέντης └τουρκ┘levend

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λεβέντης

✦ θηλ. λεβέντισσα αρρενωπός, γενναίος, παλικαράς
✦ γενναιόδωρος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.