λαός
Προφορά
Ετυμολογία
λαός αρχαία ελληνική λαός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λαός
✦ το σύνολο των κατοίκων μιας χώρας, περιοχής ή πόλεως
✦ έθνος, φυλή
✦ οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις
✦ πολύ πλήθος, κόσμος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–