λαϊκός
Προφορά
Ετυμολογία
λαϊκός μεταγενέστερη ελληνική λαϊκός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ λαϊκός -ή, -ό
✦ που ανήκει, ταιριάζει στο λαό ή προέρχεται, δημιουργείται από το λαό: λαϊκή τέχνη – λαϊκά συνθήματα – λαϊκή συγκέντρωση
✦ που ανήκει, ταιριάζει στις φτωχότερες τάξεις ή προορίζεται γι’ αυτές: λαϊκό φαγητό – ντύσιμο
✦ κοινός, όχι εκλεκτικός: λαϊκά αναγνώσματα
✦ κοσμικός: εξ ιερέων και λαϊκών μια συνοδεία (Κ. Καβάφης)
✦ λαϊκή επιμόρφωση, οργανωμένη εκπαίδευση, ανεξάρτητα από τη θεσμοθετημένη σχολική, ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων ανεξάρτητα από εκπαιδευτικό επίπεδο, ηλικία και φύλο – λαϊκό δικαστήριο, δικαστήριο που συγκροτείται από μη νομικούς και μη επαγγελματίες δικαστές σε ορισμένη περιοχή και εκδικάζει αστικές και ποινικές υποθέσεις: τα λαϊκά δικαστήρια υπηρετούν το δόγμα της άμεσης λαϊκής κυριαρχίας κατά την άσκηση της δικαστικής εξουσίας – λαϊκός δικαστής, μέλος λαϊκού δικαστηρίου – λαϊκό μέτωπο, συνασπισμός κομμάτων της αριστεράς για την υπεράσπιση της δημοκρατίας από ενδεχόμενη φασιστική απειλή – λαϊκός πολιτισμός, ο πολιτισμός ενός λαού ιδ. ως προς τα παραδοσιακά του χαρακτηριστικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κληρικός
Επιρρήματα
λαϊκά (Κ λαϊκώς)