λαϊκισμός
Προφορά
Ετυμολογία
λαϊκισμός λαϊκίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λαϊκισμός
✦ επιφανειακή μίμηση λαϊκών προτύπων
✦ πολιτική πρακτική που αποσκοπεί στον προσπορισμό πολιτικού οφέλους με προγράμματα και ενέργειες που φορτίζουν συναισθηματικά έναν λαό και ακυρώνουν την κριτική και τον έλεγχο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–