λαϊκίστρια


λαϊκίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
λαϊκίστρια λαϊκίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λαϊκίστρια

✦ θηλ. λαϊκίστρια ο επιφανειακά μιμούμενος λαϊκά πρότυπα
✦ οπαδός του λαϊκισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.