λαχείο


λαχείο
Προφορά

Ετυμολογία
λαχείο θ. λαχ- του λαγχάνω + κατάλ. -είον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λαχείο

✦ τυχερό παιχνίδι όπου κερδίζουν ορισμένοι αριθμοί με κλήρωση
✦ το δελτίο που δίνει στον αγοραστή το δικαίωμα συμμετοχής στην κλήρωση
✦ υπόθεση που η έκβασή της καθορίζεται από την τύχη
✦ κέρδος απρόβλεπτο
✦ φρ. την κάνω λαχείο, λέγεται για απροσδόκητη χαρά, ευχαρίστηση (η σημ. από τη χαρά που παίρνει κάποιος όταν κερδίζει λαχείο)· κ. με επιτατ. σημ.: ευφράνθηκα, κατευχαριστήθηκα: μόλις βγήκε το συγκρότημα στη σκηνή, την έκανα λαχείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.