λαχανοπώλισσα


λαχανοπώλισσα
Προφορά

Ετυμολογία
λαχανοπώλισσα αρχαία ελληνική λαχανοπώλης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λαχανοπώλισσα

✦ θηλ. λαχανοπώλισσα (Κ -λις, -ιδος) πωλητής λαχανικών, μανάβης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.