λαράριο
Προφορά
Ετυμολογία
λαράριο └λατιν┘ lararium, το ιερό των Λαρήτων
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λαράριο
✦ το ιερό και η κατοικία των Λαρήτων, προστατευτικών θεοτήτων της ρωμαϊκής θρησκείας: εκεί περισσότερο από το λαράριο, κινούνται οι μικροί θεοί (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–