λαπαλισμός


λαπαλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
λαπαλισμός └γαλλ┘ κύριο όνομα La Palice, ήρωας ενός τραγουδιού του οποίου οι στίχοι ήταν γεμάτοι με αφελείς κοινοτοπίες• π.χ. ένα τέταρτο πριν πεθάνει, ήταν ακόμη στη ζωή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λαπαλισμός

✦ αυταπόδεικτος ισχυρισμός, αφελής κοινοτοπί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.