λαοπλάνος


λαοπλάνος
Προφορά

Ετυμολογία
λαοπλάνος μεταγενέστερη ελληνική λαοπλάνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λαοπλάνος

✦ δημαγωγός, άνθρωπος που παρασύρει το λαό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.