λαμπρότητα
Προφορά
Ετυμολογία
λαμπρότητα αρχαία ελληνική λαμπρότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λαμπρότητα
✦ η ιδιότητα του λαμπρού, φωτεινότητα, αίγλη
✦ επισημότητα, μεγαλοπρέπεια: με λαμπρότητα γιορτάστηκε η εθνική επέτειος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
σκοτεινιά
Επιρρήματα
–