λαμπροφόρος


λαμπροφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
λαμπροφόρος λαμπρός + φέρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ λαμπροφόρος -α, -ο

✦ λαμπροφορεμένος
✦ που παράγει λάμψη
✦ που προκαλεί χαρά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.