λαμπικαριστός


λαμπικαριστός
Προφορά

Ετυμολογία
λαμπικαριστός λαμπικάρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ λαμπικαριστός -ή, -ό

✦ αυτός που έχει λαμπικαριστεί, αποσταγμένος, διυλισμένος
(μτφ. ) καθαρός, διαυγής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.