λαμπικάρω
Προφορά
Ετυμολογία
λαμπικάρω μεσαιωνική ελληνική λαμπικάρω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λαμπικάρω
✦ αποστάζω υγρό, διυλίζω
✦ (μτφ. ) καθαρίζω: ο ουρανός άστραφτε… λαμπικαρισμένος από τις τελευταίες μπόρες του χειμώνα (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
φιλτράρω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–