λαμπηδόνα


λαμπηδόνα
Προφορά

Ετυμολογία
λαμπηδόνα μεταγενέστερη ελληνική λαμπηδών

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λαμπηδόνα

✦ λάμψη, ακτινοβολία: εις εστίας φαιδράν λαμπηδόνα (Σπ. Βασιλειάδης)
✦ (λαογρ.) μυθικό, θαυματουργό φυτό, αφανές την ημέρα και φωτεινό τη νύκτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.