λαμπίκος
Προφορά
Ετυμολογία
λαμπίκος μεσαιωνική ελληνική λαμπίκον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λαμπίκος
✦ ο αποστακτήρας, διυλιστήριο
✦ καθετί διαυγές και καθαρό: κρασί λαμπίκος – το λάδι έγινε λαμπίκος – έτσι που να γίνεται το χωριό λαμπίκος και να ντρέπεσαι να πατήσεις (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–