λαμπάδα
Προφορά
Ετυμολογία
λαμπάδα μεσαιωνική ελληνική λαμπάδα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λαμπάδα
✦ μεγάλο κερί: από το φως που χύνουν οι λαμπάδες (Διον. Σολωμός) – όλος ο λαός, μετά θυμιαμάτων και λαμπάδων (Αλ. Παπαδιαμάντης)
✦ (μτφ. ) κορμί στητό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–