λαμαρίνα


λαμαρίνα
Προφορά

Ετυμολογία
λαμαρίνα └βενετ┘ lamarin, υποκορ του lamiera (=έλασμα σιδήρου)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λαμαρίνα

✦ λεπτό σιδερένιο έλασμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.