λαλούμενα


λαλούμενα
Προφορά

Ετυμολογία
λαλούμενα πληθ. └ουδ┘ μτχ. ενεστ. του ρήματος λαλώ

Ερμηνεία
λαλούμενα

✦ ουσ. τα όργανα λαϊκής ορχήστρας: μια μουσική από χωριστά λαλούμενα είναι (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.