λαθρομετανάστης
Προφορά
Ετυμολογία
λαθρομετανάστης λάθρα + μετανάστης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λαθρομετανάστης
✦ παράνομος μετανάστης, πρόσωπο που εγκαταλείπει την πατρίδα του για λόγους οικονομικούς, πολιτικούς κτλ., και μεταβαίνει σε άλλη χώρα, χωρίς να έχει τη νόμιμη άδεια εισόδου και παραμονής: σε όρμο του Σουνίου οι Τούρκοι δουλέμποροι αποβίβασαν Πακιστανούς λαθρομετανάστες (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–