λαθρεπιβάτισσα


λαθρεπιβάτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
λαθρεπιβάτισσα λαθραίος + επιβάτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λαθρεπιβάτισσα

✦ θηλ. λαθρεπιβάτισσα (Κ -τις, -ιδος) άτομο που ταξιδεύει κρυφά, χωρίς να πληρώσει ή χωρίς να έχει διαβατήριο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.