λαθρεμπόριο
Προφορά
Ετυμολογία
λαθρεμπόριο λαθρέμπορος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λαθρεμπόριο
✦ παράνομη εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορεύματος (χωρίς την καταβολή των νόμιμων δασμών) ή συναλλάγματος
✦ εμπόριο απαγορευμένων ειδών: τον κατηγόρησαν πως έκανε λαθρεμπόριο καπνού και ναρκωτικών (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–