λαζάρι


λαζάρι
Προφορά

Ετυμολογία
λαζάρι μεσαιωνική ελληνική λάζαρος (=λείψανο)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λαζάρι

✦ το σάβανο: εκεί μέσα είχε τα νεκρίκια της: το λαζάρι, το νεκρομάντιλο (Π. Πρεβελάκης)
✦ το σαβάνωμα νεκρού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.