λαδόκολλα
Προφορά
Ετυμολογία
λαδόκολλα λάδι + κόλλα• └αγγλ┘oil-paper
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λαδόκολλα
✦ διαφανής κόλλα χαρτιού, αδιάβροχη στο λάδι που χρησιμοποιείται για τύλιγμα φαγητών, περιτύλιγμα τροφίμων κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–