λαγώφθαλμος


λαγώφθαλμος
Προφορά

Ετυμολογία
λαγώφθαλμος αρχαία ελληνική λαγώφθαλμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ λαγώφθαλμος -η, -ο

✦ αυτός που πάσχει από λαγωφθαλμία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.